- ενοχοποιούμαι
- ενοχοποιούμαι, ενοχοποιήθηκα, ενοχοποιημένος βλ. πίν. 74
, βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αιτιάζομαι — αἰτιάζομαι (Α) κατηγορούμαι, ενοχοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. αἰτιῶμαι] … Dictionary of Greek
αλληλενοχοποιούμαι — ( έομαι) και αλληλο ενοχοποιώ κάποιον και ενοχοποιούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ενοχοποιώ (ούμαι)] … Dictionary of Greek